- βάθρον
- βάθρονthat on which anything stepsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάθροιν — βάθρον that on which anything steps neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροις — βάθρον that on which anything steps neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροισι — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθροισιν — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρου — βάθρον that on which anything steps neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρων — βάθρον that on which anything steps neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρῳ — βάθρον that on which anything steps neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόβαθρο — το (AM καλόβαθρον) καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] … Dictionary of Greek
φυσόβαθρον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «βάθρον τῶν φυσῶν χαλκέως»· [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + βάθρον] … Dictionary of Greek